- αναβλητικότητα
- [-ης (-ητος)] η привычка откладывать дела
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβλητικότητα — η το να είναι κανείς αναβλητικός. Η αναβλητικότητα αυτού του ανθρώπου δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβλητικότητα — η το να αναβάλλει κανείς, συνεχής αναβολή, μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
αμλετισμός — ο η ιδιότητα τού αναποφάσιστου, αβουλία, αναβλητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άμλετ (Hamlet) + παραγ. κατάλ. ισμός ο όρος προήλθε από το όνομα τού ήρωα Άμλετ (Hamlet) στο ομώνυμο δράμα τού Σαίξπηρ] … Dictionary of Greek
αναβλητικός — ή, ό 1. αυτός που συνηθίζει να αναβάλλει, να μεταθέτει τον χρόνο εκτελέσεως κάποιας ενέργειας, ο διστακτικός 2. αυτός που προκαλεί αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβάλλω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβλητικότητα ( ης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους ελληνικούς… … Dictionary of Greek
δυστοκία — η (AM δυστοκία) δυσκολία στον τοκετό, δύσκολη γέννα νεοελλ. δυσκολία στη λήψη μιας απόφασης, αναβλητικότητα αρχ. δυστεκνία … Dictionary of Greek
μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] … Dictionary of Greek
περιελκυσμός — ὁ, Α [περιέλκω] ενδοιασμός, αναβλητικότητα, διστακτικότητα … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Αντώνιος — (; – 1821). Υδραίος πλοίαρχος και πρωτεργάτης της Επανάστασης στο νησί του. Λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης, το μικρό ιστιοφόρο του ναυάγησε έξω από το Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να βρει πιστωτές και να… … Dictionary of Greek